- έγχριση
- [-ις (-εως)] η смазывание, намазывание изнутри
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐγχρίσῃ — ἐγχρίσηι , ἔγχρισις anointing fem dat sg (epic) ἐγχρί̱σῃ , ἐγχρίω anoint aor subj mid 2nd sg ἐγχρί̱σῃ , ἐγχρίω anoint aor subj act 3rd sg ἐγχρί̱σῃ , ἐγχρίω anoint fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)